- σπαθοφόρος
- -α, -οαυτός που είναι οπλισμένος με σπαθί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σπαθοφόρος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. οπλισμένος με σπαθί 2. ειρων. στρατιωτικός, αξιωματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάθη + φόρος*] … Dictionary of Greek
-φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… … Dictionary of Greek
σπαθοφορία — η, Ν τρόπος κατάλληλος για το κράτημα τού ξίφους κατά την ξιφασκία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπαθοφόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
σπαθοφόριο — το, Ν [σπαθοφόρος] μικρή δερμάτινη θήκη στο αριστερό οπίσθιο μέρος τής σέλας, όπου τοποθετείται το σπαθί … Dictionary of Greek
χαντζάρας — και χατζάρας, ο, Ν (χλευαστ.) σπαθοφόρος, σακαράκας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαντζάρι / χατζάρι + κατάλ. ας (πρβλ. κεφάλ ας)] … Dictionary of Greek